dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
όπλο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Feuerwaffe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πυροβόλο όπλο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Feuerwaffe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πυροβόλα όπλα και πυρομαχικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Feuerwaffe
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)