dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
σφίγγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
festziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
σφίξιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Festziehen
Ⓦ
Ⓖ
…