dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
λείπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fehlen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
έλλειψις
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Fehlen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
απουσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Fehlen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
απουσιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fehlen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
δεν υφίσταμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fehlen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ανυπαρξία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Fehlen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απολείπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fehlen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)