dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ξυπνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erwachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αφύπνιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Erwachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ξύπνημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Erwachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
ξυπνητούρια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Erwachen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
αστυνομεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
polizeilich überwachen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
επιβλέπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überwachen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
επιτηρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überwachen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
επαγρυπνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überwachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εποπτεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überwachen
Ⓦ
Ⓖ
…