dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ανταλλακτικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ersatzteil
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ρεζέρβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ersatzteil
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)