dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
εφευρέτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Erfinder
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ερευνητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Erfinder
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
εφευρετική ιδιοφυΐα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Erfindergeist
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επινοητικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Erfindergeist
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ερευνήτρια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erfinderin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επινοητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erfinderisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εφευρετικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erfinderisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δημιουργικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erfinderisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πολυμήχανος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erfinderisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πολύξερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erfinderisch
Ⓦ
Ⓖ
…