dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
εμπειρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erfahrung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πείρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erfahrung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
δοκιμότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erfahrung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μάθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erfahrung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)