dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
επιδημία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Epidemie
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
θανατικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Epidemie
Ⓦ
Ⓖ
…