dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
δικαστική αντίληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Entmündigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
θέση υπό απαγόρευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Entmündigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απαγόρευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Entmündigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
δικαστική απαγόρευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Entmündigung
Ⓦ
Ⓖ
…