dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αποκεφάλιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Enthauptung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
αποκεφαλισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Enthauptung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
καρατόμηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Enthauptung
Ⓦ
Ⓖ
…