dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ανακάλυψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Entdeckung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ανεύρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Entdeckung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αποκάλυψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Entdeckung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εξεύρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Entdeckung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εύρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Entdeckung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)