dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
κλεισούρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Engpass
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
στενή διάβαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Engpass
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
στενωπός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Engpass
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δερβένι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Engpass
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
στενό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Engpass
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)