dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μετατροπές ενέργειας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Energieumwandlung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μετατροπή ενέργειας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Energieumwandlung
Ⓦ
Ⓖ
…