dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ηλεκτρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Elektrizität
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
εκλεκτισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Elektrizität
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ηλεκτρική ενέργεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Elektrizität
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ηλεκτροδότηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Elektrizität
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
επιχείρηση ηλεκτρισμού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Elektrizitätsgesellschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ηλεκτροπαραγωγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Elektrizitätsindustrie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επιστήμη της ηλεκτρολογίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Elektrizitätslehre
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ηλεκτρική τροφοδοσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Elektrizitätsversorgung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
βιομηχανία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Elektrizitätswirtschaft
Ⓦ
Ⓖ
…