dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
τυλίγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einwickeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
περιτύλιγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Einwickeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
περιτυλίγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einwickeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
τύλιγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Einwickeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δίπλωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Einwickeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δίπλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Einwickeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διπλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einwickeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
περιτύλιξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Einwickeln
Ⓦ
Ⓖ
…