dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ψεκασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einspritzung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ψεκαστήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einspritzung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
ο
ψεκασμός βενζίνης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Benzineinspritzung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
άμεσος ψεκασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Direkteinspritzung
Ⓦ
Ⓖ
…