dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
περιορισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
περιστολή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
περικοπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)