dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διαφάνεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Durchsichtigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαύγεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Durchsichtigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…