dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό

loading...
Ουσιαστικό
der Disput
Ουσιαστικό
der Disput
Ουσιαστικό
der Disput
Ουσιαστικό
der Disput

Εν μέρει αντιστοιχίες (+)