dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
δίπλωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Diplom
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
πτυχίο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Diplom
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)