dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
θαμνότοπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Dickicht
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
λόχμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Dickicht
Ⓦ
Ⓖ
…