dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
έγκλημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Delikt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
παράπτωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Delikt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
υπηρεσιακό έγκλημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Amtsdelikt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πταίσμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bagatelldelikt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
έγκλημα τέλεσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Begehungsdelikt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διαρκές έγκλημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Dauerdelikt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
νομέας εγκλήματος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Deliktsbesitzer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
δίκαιο αδικοπραξιών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Deliktsrecht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ουσιαστικό έγκλημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Erfolgsdelikt
Ⓦ
Ⓖ
…
έγκλημα αμέλειας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Fahrlässigkeitsdelikt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
έγκλημα διακινδύνευσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gefährdungsdelikt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
έγκλημα τύπου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pressedelikt
Ⓦ
Ⓖ
…
οιονεί έγκλημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Quasidelikt
Ⓦ
Ⓖ
…
σεξουαλικό έγκλημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sexualdelikt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
γενετήσιο έγκλημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sittlichkeitsdelikt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ιδιαίτερο έγκλημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sonderdelikt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
τυπικό έγκλημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Tätigkeitsdelikt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ανθρωποκτονία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Tötungsdelikt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
περιβαλλοντικό έγκλημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Umweltdelikt
Ⓦ
Ⓖ
…
έγκλημα παράλειψης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Unterlassungsdelikt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διάπραξη τροχαίας παράβασης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Verkehrsdelikt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
έγκλημα βλάβης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verletzungsdelikt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εκλογικό αδίκημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wahldelikt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
νομιζόμενο έγκλημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wahndelikt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
στιγμιαίο έγκλημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zustandsdelikt
Ⓦ
Ⓖ
…