dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
δολιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Böswilligkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κακεντρέχεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Böswilligkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κακοβουλία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Böswilligkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εμπάθεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Böswilligkeit
Ⓦ
Ⓖ
…