dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
βομβαρδιστικό αεροσκάφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bombenflugzeug
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
βομβαρδιστικό αεροπλάνο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bombenflugzeug
Ⓦ
Ⓖ
…