dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
βόμβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bombe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μπόμπα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bombe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
βόμβας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bombe
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)