dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
τύφλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Blindheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τυφλότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Blindheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
στραβομάρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Blindheit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)