dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
δεσμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bindung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
δεσμά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bindung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
χημικός δεσμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bindung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)