dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
εκπαιδευτική άδεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bildungsurlaub
Ⓦ
Ⓖ
…
!
άδεια επαγγελματικής κατάρτισης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bildungsurlaub
Ⓦ
Ⓖ
…