dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
γλυπτική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bildhauerei
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
γλυπτό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bildhauerei
Ⓦ
Ⓖ
…