dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
τουρτουρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bibbern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
τουρτούρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bibbern
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)