dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
απόδειξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beweis
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
αποδεικτικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beweis
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μαρτυρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beweis
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
πειστήριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beweis
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)