dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
αίτιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beweggrund
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κίνητρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beweggrund
Ⓦ
Ⓖ
…