dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
καταλύτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Beschleuniger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
επιταχυντής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beschleuniger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επιταχυντής σωματιδίων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Beschleuniger
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)