dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
αλλαγή επαγγέλματος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Berufswechsel
Ⓦ
Ⓖ
…