dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
επαγγελματικός συνεταιρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Berufsgenossenschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επαγγελματική ένωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Berufsgenossenschaft
Ⓦ
Ⓖ
…