dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
επιφυλακή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bereitschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
θέληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bereitschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ετοιμότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bereitschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εφημερία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bereitschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διάθεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bereitschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)