dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
συνουσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beischlaf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σαρκική επαφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beischlaf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
άγαμη συμβίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Beischlaf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συνεύρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beischlaf
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)