dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μέθοδος κατασκευής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bautechnik
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)