dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
ελευθερία οικοδόμησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Baufreiheit
Ⓦ
Ⓖ
…