dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ουρά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Autoschlange
Ⓦ
Ⓖ
…
ουρά αυτοκινήτων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Autoschlange
Ⓦ
Ⓖ
…