dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αυτοματοποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Automatisierung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
αυτοματισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Automatisierung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)