dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
είσοδος σε αυτοκινητόδρομο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Autobahnauffahrt
Ⓦ
Ⓖ
…