dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κατεβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aussteigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αποβιβάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aussteigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποβιβάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aussteigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αποβίβαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Aussteigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεμπαρκάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aussteigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βγαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aussteigen
Ⓦ
Ⓖ
…