dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διαμονή στο εξωτερικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Auslandsaufenthalt
Ⓦ
Ⓖ
…