dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διαφυγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ausbruch
Ⓦ
Ⓖ
…
ξέσπασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ausbruch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
έκρηξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ausbruch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απόδραση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ausbruch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δραπέτευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ausbruch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)