dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
αυτόπτης μάρτυρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Augenzeuge
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
αυτόπτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Augenzeuge
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
αυτόπτης μάρτυς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Augenzeuge
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)