dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
εξέγερση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Aufstand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αποστασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Aufstand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ξεσηκωμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Aufstand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ρεμπελιό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Aufstand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
στάση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Aufstand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αναστάτωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Aufstand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ανταρσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Aufstand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επανάσταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Aufstand
Ⓦ
Ⓖ
…