dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αντίληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Auffassung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
άποψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Auffassung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)