dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
μόλυνση ανώτερου αναπνευστικού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Atemwegsinfekt
Ⓦ
Ⓖ
…