dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
εργατικό ατύχημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Arbeitsunfall
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)